- πεζότητα
- η / πεζότης, -ητος, ΝΑ [πεζός]νεοελλ.έλλειψη πρωτοτυπίας και καλαισθησίας στη σκέψη, στην έκφραση και στον χαρακτήρα, κοινοτοπία, μονοτονίααρχ.η ιδιότητα τού πεζού, τού πεζοπόρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζότητα — η μτφ., κοινοτοπία, έλλειψη χάρης, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζότητα — πεζότης being furnished with feet fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… … Dictionary of Greek
κοινοτοπία — η φράση που στερείται πρωτοτυπίας, πεζότητα: Μας είπε κοινοτοπίες στην ομιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)